συνέποικος

συνέποικος
-ον Μ [ἔποικος]
ο από κοινού έποικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεποικιανός — ὁ, Α [συνέποικος] αυτός που συμμετέχει στον εποικισμό ενός τόπου, ο από κοινού με άλλους έποικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”